- σαπωναρικός
- -ή, -όν, Α1. σαπωνοειδής2. φρ. «σαπωναρική τέχνη» — η τέχνη παρασκευής σαπουνιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. -αρικός, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε -αρ- (πρβλ. πλουμ-αρ-ικός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαπωναρικῆς — σαπωναρικός saponaceous fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπωναρικῇ — σαπωναρικός saponaceous fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπωναρική — σαπωναρικός saponaceous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπωναρικήν — σαπωναρικός saponaceous fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)